αλλοφωνία

αλλοφωνία
ἀλλοφωνία, η (Α) [ἀλλόφωνος]
το να μιλούν άλλος άλλη γλώσσα, σύγχυση γλωσσών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀλλοφωνίας — ἀλλοφωνίᾱς , ἀλλοφωνία confusion of tongues fem acc pl ἀλλοφωνίᾱς , ἀλλοφωνία confusion of tongues fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλλόφωνος — η, ο (Α ἀλλόφωνος, ον) αυτός που μιλάει άλλη ξένη γλώσσα, ο αλλόγλωσσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + φωνος < φωνή. ΠΑΡ. αρχ. ἀλλοφωνία μσν. ἀλλοφωνώ] …   Dictionary of Greek

  • ετεροφωνία — η (Α ἑτεροφωνία) η διαφορά τόνου, ήχου, φωνής νεοελλ. 1. το να μιλά κάποιος διαφορετική γλώσσα, η αλλοφωνία 2. ιατρ. ανώμαλη φωνή, παθολογικός φωνητικός διχασμός μερικών ατόμων που εκφέρουν φωνή συγχρόνως σε δύο τόνους 3. μουσ. αυτοσχεδιαστικός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”